συμπαρανέω

συμπαρανέω
Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρανεῖν — συμπαρανέω swim beside together pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρανήχομαι — Α συμπαρανέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”